δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
P. and V. ῥᾳθυμία, ἡ, P. ἀμέλεια, ἡ. ῥᾳστώνη, ἡ, ἀφυλαξία, ἡ.