seduce
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
corrupt: P. and V. διαφθείρω, διαφθείρειν.
bribe: P. διαφθείρω, διαφθείρειν, δεκάζειν, Ar. and P. πείθειν, ἀναπείθειν; see bribe.
turn away from allegiance: Ar. and P. ἀφιστάναι, P. παραιρεῖσθαι.
take away by stealth: P. ὑπολαμβάνειν.
if they should endeavour by more pay to seduce the mercenaries among your sailors: P. εἰ χρημάτων μισθῷ μείζονι πειρῷντο ὑμῶν ὑπολαβεῖν τοὺς ξένους τῶν ναυτῶν (Thuc. 1, 143).
deceive: P. and V. παράγειν, ἀπατᾶν; see deceive.
debauch: P. and V. διαφθείρω, διαφθείρειν, λωβᾶσθαι, P. καταισχύνειν, V. αἰσχύνειν, διολλύναι.