θεοκῆρυξ
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ῡκος, ὁ, A divine herald: in pl., name of a family at Eleutherae claiming descent from Talthybius, Id.
Greek (Liddell-Scott)
θεοκῆρυξ: (ἢ -ήρυξ) ῡκος, ὁ θεῖος κήρυξ· θεοκήρυκες, οἰκογένειά τις ἐν Ἐλευθεραῖς ἀξιοῦσα ὅτι κατάγεται ἐκ τοῦ Ταλθυβίου, Ἡσύχ.: - ἐπὶ τῶν Ἀποστόλων, Ἐκκλ.