κοτυλώδης
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Full diacritics: κοτυλώδης | Medium diacritics: κοτυλώδης | Low diacritics: κοτυλώδης | Capitals: ΚΟΤΥΛΩΔΗΣ |
Transliteration A: kotylṓdēs | Transliteration B: kotylōdēs | Transliteration C: kotylodis | Beta Code: kotulw/dhs |
ες, A like a κοτύλη, ἀγγεῖον ib.480b.
κοτῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κοτύλην, Ἀθήν. 480Β.
κοτυλώδης, -ῶδες (Α) κοτύλη
αυτός που μοιάζει με κοτύλη, κοτυλοειδής.