μουνιαδικόν

From LSJ
Revision as of 12:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνιᾰδικόν Medium diacritics: μουνιαδικόν Low diacritics: μουνιαδικόν Capitals: ΜΟΥΝΙΑΔΙΚΟΝ
Transliteration A: mouniadikón Transliteration B: mouniadikon Transliteration C: mouniadikon Beta Code: mouniadiko/n

English (LSJ)

τό,    A = βουνιάς, prob. in Edict.Diocl.6.16.

Greek Monolingual

μουνιαδικόν, τὸ (Α) μουνιάς
το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, της οικογένειας τών σταυρανθών, του οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό.