συντετελεσμένως
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
Adv. A completely, Phld.Ir.p.72 W.
Greek (Liddell-Scott)
συντετελεσμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, παντελῶς, πληρέστατα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοδήμου.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. εντελώς, παντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετελεσμένος του συντελῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].