ἀραχνήεις
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
εσσα, εν, A = ἀραχναῖος, Nic.Th.733, Al.492.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραχνήεις: εσσα, εν, = ἀράχνειος, Νικ. Θ. 733, Ἀλεξιφ. 492.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Prosodia: [ᾰ-]
semejante a la tela de araña καλύπτρη Nic.Al.492, cf. Th.733.