ἑλιξόπορος
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
English (LSJ)
ον, A revolving, ἄτρακτος Procl.H.1.48.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλιξόπορος: -ον, πορευόμενος ἑλικοειδῶς, ὁ περιστρεφόμενος, ἑλιξοπόροισιν ἀτράκτοις Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Σόλ. 48, Μανέθ. 4. 437., κτλ.