ὀλύρινος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
η, ον, A of ὄλυρα, πυρὸς ὀλύρινος wheat mixed with ὄλυρα, PSI5.537.6 (iii B. C.) ; made of ὄλυρα, ἄρτος Gal.6.504.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλύρῐνος: -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε.
Greek Monolingual
ὀλύρινος, -η, -ον (Α) όλυρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.).