αἰσχρορρημονέω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
A = αἰσχροεπέω, Charond. ap.Stob.4.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρορρημονέω: αἰσχροεπέω, Ἄδηλ. παρὰ Στοβ. 291. 13.
Spanish (DGE)
decir obscenidades αἰσχρορρημονείτω δὲ μηδείς, ὅπως ἂν μὴ παρελκύῃ τὴν διάνοιαν ἔργοις αἰσχροῖς Charondas 62.24, (οἶνος) ποιεῖ τὸν μέθυσον αἰσχρορρημονεῖν T.Iud.14.8, cf. Eutecnius Al.Par.63.8, Eus.PE 4.17.1 (var.), Olymp.in Phd.6, An.Par.4.404.