γεραιότης
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
ητος, ἡ, A advanced age, PMasp.279.26 (vi A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
edad avanzada, vejez εἰς ἀνατροφὴν τῆς ἐμῆς γεραιότητος PMasp.279.26 (VI d.C.), τὴν ἐμὴν γεραιότητην (sic) καὶ ἀδυναστίαν PMasp.333.18 (VI d.C.).