Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άφαρ

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ἄφαρ επίρρ. (Α)
1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό
2. πολύ
3. ξαφνικά, γρήγορα
4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το οποίο πιθ. σχετίζεται) που σήμαινε την ταχύτητα (πρβλ. αφαρ(ε)ί «γρήγορα, αμέσως», αφάρτερος «γρηγορότερος») ή, κατ' άλλους, «άγγιγμα, επαφή»].