άφαρ

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472

Greek Monolingual

ἄφαρ επίρρ. (Α)
1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό
2. πολύ
3. ξαφνικά, γρήγορα
4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το οποίο πιθ. σχετίζεται) που σήμαινε την ταχύτητα (πρβλ. αφαρ(ε)ί «γρήγορα, αμέσως», αφάρτερος «γρηγορότερος») ή, κατ' άλλους, «άγγιγμα, επαφή»].