ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
ἄρακος, ο (Α)
είδος οσπρίου, αρακάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το λατ. arinca «είδος σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. μάλλον ανήκει στη σειρά των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια].