γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἴσοφρυς, ό (Α)ονομασία φυτού.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰσ(ο)- + ὀφρύς.