αγελαδοτρόφος
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
ο
ο αγελαδοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγελάδα + -τρόφος < τρέφω.
ΠΑΡ. αγελαδοτροφία].