αγελαδοτρόφος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Greek Monolingual
ο
ο αγελαδοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγελάδα + -τρόφος < τρέφω.
ΠΑΡ. αγελαδοτροφία].