αγκυροβόλιο
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Greek Monolingual
το (Α ἀγκυρηβόλιον και ἀγκυροβόλιον)
τόπος κατάλληλος για το αγκυροβόλημα πλοίου, αραξοβόλι, όρμος, λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγκυρα + βάλλω].