Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
ἀγλαόπεπλος, -ον (Α)αυτός που φοράει λαμπρό, ωραίο πέπλο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + πέπλος.