Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
αἰθερόπλαγκτος, -ον (Α)αυτός που πλανάται στον αιθέρα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ + πλαγκτός < πλάζω «πλανώ, περιπλανώ»].