αιθερόπλαγκτος

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

αἰθερόπλαγκτος, -ον (Α)
αυτός που πλανάται στον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ + πλαγκτός < πλάζω «πλανώ, περιπλανώ»].