αιθερόπλαστος
From LSJ
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news
-η, -ο
ο πλασμένος όπως ο αιθέρας, αιθέριος, λεπτεπίλεπτος, άυλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιθέρας + πλαστός < πλάσσω
η λ. απαντά αρχικά στους: Δ. Νικολάου, Χρ. Γρηγορά (1868) και στον Δ. Βικέλα].