Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακάρεα

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an

Menander, Monostichoi, 546

Greek Monolingual

τα (Α κάρεα) Ζωολ.
υφομοταξία της ομοταξίας τών Αραχνιδίων του φύλου τών Αρθρόποδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι «σκώροι» και τα τσιμπούρια. Είναι στενοί συγγενείς τών αραχνών και τών σκορπιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acarina < νεολατιν. acarus < ελλ. ακαρί καί άκαρι βλ. λ.].