ακάρεα
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
Greek Monolingual
τα (Α κάρεα) Ζωολ.
υφομοταξία της ομοταξίας τών Αραχνιδίων του φύλου τών Αρθρόποδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι «σκώροι» και τα τσιμπούρια. Είναι στενοί συγγενείς τών αραχνών και τών σκορπιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acarina < νεολατιν. acarus < ελλ. ακαρί καί άκαρι βλ. λ.].