ακουσίθεος
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
Greek Monolingual
ἀκουσίθεος, -ον (Α)
αυτός που εισακούεται από τον Θεό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεός
μόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].