ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ακυρολογώ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκυρος + -λεκτώ < λεκτός < λέγωπιθ. με επίδραση του ακυριολεκτώ, που διαφέρει όμως σημασιολογικά].