γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἀμευσίπορος, -ον (Α)αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.