ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
τοτο αμμωτό.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + ωρολόγιον. Η λ. πλάστηκε από τον Δημ. Βικέλα].