ωρολόγιον

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
ὡρεῖον, σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρεῖον «αποθήκη σιτηρών» + -λόγιον].
(II)
τὸ, ΜΑ
βλ. ωρολόγιο.