ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἀμπλάκημα, το (Α)σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].