διαχυλόομαι
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A to be made into a syrup, σεμίδαλις -κεχυλωμένη ὕδατι Hippiatr.32.
Spanish (DGE)
hacerse líquido, disolverse σεμίδαλις διακεχυλωμένη ὕδατι Hippiatr.32.5.