δυσφήμιστος
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
ον, = sq., Suid. A s.v. δυσκληδόνιστος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφήμιστος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον de mal augurioglos. a δυσκλῃδόνιστον Sud.