κηπευτός

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπευτός Medium diacritics: κηπευτός Low diacritics: κηπευτός Capitals: ΚΗΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: kēpeutós Transliteration B: kēpeutos Transliteration C: kipeftos Beta Code: khpeuto/s

English (LSJ)

ή, όν, A cultivated, grown in a garden, Dsc.3.45, Gp.12.30.7, Paul.Aeg.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

κηπευτός: -ή, -όν, κεκαλλιεργημένος, ἐντὸς κήπου αὐξανόμενος, Διοσκ. 3. 52.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηπευτός, -ή, -όν) κηπευω
(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.).