γεκαθά
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
ἑκοῦσα, Hsch. (Prob. Cret. ϝέκαθθα < vekṇt-
A yᾰ.) γέκαλον (i. e. ϝέκηλον) · ἥσυχον, Id. γεκᾶσα (γ = ϝ) · ἑκοῦσα, Id. γελαιώς· ὁ γέλως, Id. γέλαν· αὐγὴν ἡλίου, Id. (ϝελ-, cf. εἴλη); cf. γελεῖν. γελανδρόν· ψυχρόν, Id.