συγγείτνιος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
ον, A neighbouring, CPR206.9 (ii A.D.).
Greek Monolingual
-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].
Greek Monolingual
-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].