φορητέος
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
English (LSJ)
έα, έον, A bearable, κακά Procop.Goth.23.
Greek (Liddell-Scott)
φορητέος: έα, έον, ὃν δεῖ φορεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 288.
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Full diacritics: φορητέος | Medium diacritics: φορητέος | Low diacritics: φορητέος | Capitals: ΦΟΡΗΤΕΟΣ |
Transliteration A: phorētéos | Transliteration B: phorēteos | Transliteration C: foriteos | Beta Code: forhte/os |
έα, έον, A bearable, κακά Procop.Goth.23.
φορητέος: έα, έον, ὃν δεῖ φορεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 288.