ἀκέντριστος
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ον, = foreg. 1, Hsch., EM432.11. -ρος, ον, A stingless, κηφῆνες Pl.R.552c, 564b; without spur, of a cock, Clyt.1; without thorns, βάτος Ph.2.91. 2 not responding to the spur, of horses, Hippiatr.105: metaph., of style, pointless, Longin.21.2. II not occupying a cardinal point, Man. 5.108, Vett. Val.89.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.