ἀκοός
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
όν, A = ἀκουστικός, Pl.Com.226.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοός: -όν, = ἀκουστικός, Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 61.