ἀπρόσοπτος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον, A not to be looked at, faced, ἀστραπή Poll.1.117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσοπτος: -ον, εἰς ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀτενίσῃ, ἀστραπὴ Πολυδ. Α΄, 117.
Spanish (DGE)
-ον
1 a lo que no se puede mirar s. cont. Lyr.Adesp.445.6S., ἀστραπή Poll.1.117.
2 invisible, no perceptible de la sustancia de la luz ἀπρόσοπτον δὲ τοῖς θνητοῖς ὄμμασιν Procl.in R.2.195.9.