ἐρυθρύδανον
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
τό, A = ἐρυθρόδανον, PSI5.489 (iii B.C.).
Greek Monolingual
ἐρυθρύδανον, τὸ (Μ)
το ερυθρόδανο.