ἔνδω
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
A = ἔνδον, GDI1767 (Delph.), Michel995D31 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδω: ἔνδον, ἐντός, ἐν τᾱι πέτραι ἔνδω Ἐπιγρ. Δελφ. BCH. 1895, 1. ff. D30, ἔνδω μένουσαι, SGDI. 176710.
Spanish (DGE)
adv. de lugar dentro τοιάδε κἠμ Φανατεῖ γέγραπται ἐν τᾷ πέτρᾳ ἔ. CID 1.9D.31 (V/IV a.C.), ἔ. μένουσαι GDI 1767.10 (Delfos II a.C.).