ὑπερσιτίζω

From LSJ
Revision as of 14:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερσῑτίζω Medium diacritics: ὑπερσιτίζω Low diacritics: υπερσιτίζω Capitals: ΥΠΕΡΣΙΤΙΖΩ
Transliteration A: hypersitízō Transliteration B: hypersitizō Transliteration C: ypersitizo Beta Code: u(persiti/zw

English (LSJ)

A eat largely, Philostr.Gym.48 codd. (-σιτήσ- Cobet).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερσῑτίζω: ὑπερμέτρως τρώγω, Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.

Greek Monolingual

ὑπερσιτίζω ΝΑ σιτίζω
υποβάλλω κάποιον σε υπερσιτισμό, τον τρέφω υπερβολικά
νεοελλ.
μέσ. υπερσιτίζομαι
τρώω περισσότερο από ό,τι πρέπει
αρχ.
(το ενεργ. ως αμτβ.) τρώω πολύ, παρατρώω.