ὁμηρέταις
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν, Hsch. ; cf. ὁμηρίταις (sic): ὁμοψήφοις, ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ ἐρέσσειν, ὁμογνώμοσιν, Phot.
Greek Monolingual
ὁμηρέταις (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όμηρος (Ι)].