θεσμοφυλάκιον
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
v. θεσμοφύλαξ.
Greek Monolingual
θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) θεσμοφύλαξ
το γραφείο τών θεσμοφυλάκων.