δεκάχειλοι
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
δεκακισχίλιοι, Hsch.; cf. δεκάχιλοι.
Spanish (DGE)
δεκακισχίλιοι Hsch.
Greek Monolingual
οι
βλ. δεκάχιλοι.