ἄδερμος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ον, = ἀδέρματος, Hsch. s.v. ἄδαπτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδερμος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαπτος.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene piel Hsch.s.u. ἄδαρτον.