τηρητήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = Lat. A servatorium, Gloss. (written tiritrion).
Greek Monolingual
τὸ, Α
το δεσμωτήριο, δεσμωτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. μελετη-τήριον)].
Full diacritics: τηρητήριον | Medium diacritics: τηρητήριον | Low diacritics: τηρητήριον | Capitals: ΤΗΡΗΤΗΡΙΟΝ |
Transliteration A: tērētḗrion | Transliteration B: tērētērion | Transliteration C: tiritirion | Beta Code: thrhth/rion |
τό, = Lat. A servatorium, Gloss. (written tiritrion).
τὸ, Α
το δεσμωτήριο, δεσμωτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα -τήριον (πρβλ. μελετη-τήριον)].