ενοικιάστρια

From LSJ
Revision as of 17:17, 27 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ο (ενοικιαστής, θηλ. ενοικιάστρια)<br />αυτός που χρησιμοποιεί κάτι με ενοίκιο, ο ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ο (ενοικιαστής, θηλ. ενοικιάστρια)
αυτός που χρησιμοποιεί κάτι με ενοίκιο, ο μισθωτής, ο νοικάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοικιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].