μισθωτής
English (LSJ)
μισθωτοῦ, ὁ,
A one who pays rent, tenant, Is.6.36, D.36.35, SIG966.32 (Athens, iv B.C.), PTeb.86.19 (ii B.C.), etc.
2 contractor, farmer, IG12.374.99; χειρωναξίας BGU617.2; tax-farmer, οἱ μ. τοῦ ἀποστολίου OGI674 (i A.D.), etc.
3 hirer, dub. in Plu.2.632d.
German (Pape)
[Seite 191] ὁ, Pächter, Is. 6, 36, – der für Lohn dient, Lohnarbeiter, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fermier des impôts.
Étymologie: μισθόω.
Russian (Dvoretsky)
μισθωτής: οῦ ὁ арендатор Isae., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
μισθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ πληρώνων τὸν μισθὸν ἢ τὸ ἐνοίκιον, μισθωτής, ἐνοικιαστής, Ἰσαῖ. 60. 1. Δημ. 955. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 32.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μισθώτρια (ΑΜ μισθωτής, Α θηλ. μισθώτρια) μισθώνω
1. αυτός που λαμβάνει, έναντι ενοικίου, το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος το οποίο ανήκει σε άλλον, ο ενοικιαστής
2. αυτός που νοικιάζει κάτι με εργολαβία
αρχ.
αυτός που εργολαβικώς αναλάμβανε την υποχρέωση της είσπραξης τών φόρων.
Greek Monotonic
μισθωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που πληρώνει ενοίκιο, νοικάρης, σε Δημ.
Middle Liddell
μισθωτής, οῦ, ὁ, [from μισθόω
one who pays rent, a tenant, Dem.