καθέκαστα
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1283] d. i. καθ' ἕκαστα, im Einzelnen, jedes einzeln, Arist. u. a. Sp., besser getrennt geschrieben. So auch
Greek (Liddell-Scott)
καθέκαστα: ἴδε ἕκαστος.
Greek Monolingual
τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)
(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα καθέκαστα
οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα καθέκαστα για την υπόθεση»)
μσν.
1. (ως αντων.) ο καθένας χωριστά
2. (επιρρηματικώς, με ή χωρίς το ουσ. ημέρα) καθημερινά (α. «καθεκάστην ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκων
β. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)
αρχ.
φρ. «ἐν τοῖς καθέκαστον» — στα μερικά, στα ατομικά, στα ιδιαίτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. καθ' ἕκαστον].
Greek Monotonic
καθέκαστα: βλ. ἕκαστος.